- σαραβαλιάζω
- Ν [σαράβαλο]1. (μτβ.) καθιστώ κάτι ή κάποιον σαράβαλο, εξαρθρώνω, ξεχαρβαλώνω κάτι ή αχρηστεύω κάποιον (α. «έτσι όπως κάθησε, σαραβάλιασε την καρέκλα» β. «μού έδωσε τόσο που μέ σαραβάλιασε»)2. μέσ. σαραβαλιάζομαι(για πράγμ.) υφίσταμαι μεγάλες ζημιές, γίνομαι σαράβαλο εξαιτίας τής μεγάλης χρήσης ή τής πολυκαιρίας, φθείρομαι, ξεχαρβαλώνομαιβ) μτφ. (για πρόσ.) γίνομαι άχρηστος από τα γεράματα ή από αρρώστια.
Dictionary of Greek. 2013.